ἄλλῃ — indeclform (adverb) ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλῇ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλη — ἄλλος y fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλλη Μεριά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 1.009 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πορταριάς. Η Ά.Μ. είναι προάστιο του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός του. Σε διάφορα σπίτια και σε έναν… … Dictionary of Greek
κἄλλῃ — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλληι — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κούλουρη — Άλλη ονομασία της Σαλαμίνας, του κύριου κόλπου της και της ομώνυμης κωμόπολης. Η ονομασία αυτή αναφέρεται και σε κείμενα του 15ου αι. Βλ. λ. Σαλαμίνα. * * * η 1. κοινή ονομασία τού νησιού τής Σαλαμίνας 2. φρ. «πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη»… … Dictionary of Greek
αεροδοχείο — Άλλη ονομασία του αεροκιβώτιου (βλ. λ.). * * * το τεχνολ. μεταλλικό δοχείο που περιέχει αέρα και εξασφαλίζει με τη βοήθεια αντλίας την ομαλή και επιθυμητή ροή υγρών (συνήθως νερού) σε δίκτυο σωληνώσεων … Dictionary of Greek
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… … Dictionary of Greek